τελενίκειος

τελενίκειος
-ον, Α
τελείως κενός («τελενίκειος ἠχώ» — κούφιος ήχος, λεξ. Σούδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Τελένικος, όν. ενός φτωχού ανθρώπου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Τελένικος — Αυλητής από τη Σέριφο, πάμφτωχος. Ο κωμικός Κρατίνος τον ειρωνεύεται για το άτεχνο των αυλημάτων του. Από αυτόν προέρχεται η παροιμιώδης έκφραση τελενίκειος ηχώ, δηλαδή ήχος άδειων αγγείων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”